σιτοφύλακας

σιτοφύλακας
ο / σιτοφύλαξ, -ακος, ΝΑ
αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη φύλαξη τών σιταποθηκών
αρχ.
στον πληθ. οἱ σιτοφύλακες
(κυρίως στην Αθήνα) κληρωτή αρχή την οποία αποτελούσαν αρχικά τρία και αργότερα πέντε πρόσωπα και η οποία είχε ως έργο την καταγραφή τών εισαγόμενων σιτηρών, την επίβλεψη τών πωλήσεων τού σιταριού, τών αλεύρων ή τού ψωμιού και, κυρίως, την επίβλεψη τής τιμής πώλησης τών παραπάνω προϊόντων, καθώς και τη γνησιότητά τους και το βάρος τους ή, τέλος, την πιθανότητα απόκρυψής τους από τους εμπόρους για αισχροκέρδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + φύλαξ, -ακος (πρβλ. θησαυρο-φύλαξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιτοφύλακας — σῑτοφύλακας , σιτοφύλακες corn inspectors masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • σιτοφυλακώ — έω, Α [σιτοφύλαξ, ακος] είμαι σιτοφύλακας, φυλάγω τα σιτηρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”